- κραστήρια
- κραστήριονrackneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ПОСТЕЛЬ — • Lectus. I. У греков: ευ̉νή, состояла 1. из κλίνη, кровать. Четыре стороны κλίνη, ε̉νήλατα (κραστήρια) состояли из столбов, которые, будучи положены друг на друга, покоились на ножках. У того конца, где была голова, был… … Реальный словарь классических древностей
κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… … Dictionary of Greek